Μια νέα μελέτη που διεξήχθη σε συγκατοίκους κολλεγίου δείχνει ότι ένα συγκεκριμένο στυλ σκέψης, το οποίο κάνει τους ανθρώπους ευάλωτους στην κατάθλιψη, μπορεί πραγματικά να “μεταδοθεί” σε άλλους, αυξάνοντας τα συμπτώματα της κατάθλιψης έξι μήνες αργότερα. Η έρευνα έγινε από τους επιστήμονες της ψυχολογίας Gerald Haeffel και Jennifer Hames του Πανεπιστημίου του Notre Dame της Γαλλίας και δημοσιεύθηκε στο περιοδικό “Clinical Psychological Science” του Συλλόγου για την Ψυχολογική Επιστήμη.
Οι μελέτες δείχνουν ότι οι άνθρωποι που ανταποκρίνονται αρνητικά σε στρεσογόνα γεγονότα της ζωής, ερμηνεύοντας τα γεγονότα ως αποτέλεσμα των παραγόντων που δεν μπορούν να αλλάξουν και ως αντανάκλαση της δικής τους ανεπάρκειας, είναι πιο ευάλωτοι στην κατάθλιψη. Αυτή η “γνωστική ευπάθεια” είναι τόσο ισχυρός παράγοντας κινδύνου για την κατάθλιψη που μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να προβλέψει ποια άτομα είναι πιθανά να βιώσουν ένα καταθλιπτικό επεισόδιο στο μέλλον, ακόμη και αν δεν είχαν ποτέ κάποιο καταθλιπτικό περιστατικό παλαιότερα.
Οι ατομικές διαφορές σε αυτό το θέμα ευπάθειας φαίνεται να σταθεροποιούνται στην αρχή της εφηβείας και να παραμένουν αμετάβλητες σε όλη την ενήλικη ζωή, αλλά οι Haeffel και Hames προέβλεψαν ότι μπορούν ακόμα να είναι εύπλαστες υπό ορισμένες συνθήκες.
Οι ερευνητές υπέθεσαν ότι η γνωστική ευπάθεια μπορεί να είναι “μεταδοτική” κατά τη διάρκεια μεγάλων μεταβάσεων της ζωής, όταν τα κοινωνικά μας περιβάλλοντα αλλάζουν. Έτσι, δοκίμασαν την υπόθεσή τους, χρησιμοποιώντας δεδομένα από 103 τυχαία ζευγάρια συγκατοίκων, οι οποίοι μόλις είχαν ξεκινήσει το κολέγιο ως πρωτοετείς.
Μέσα σε ένα μήνα από την άφιξή τους στις πανεπιστημιακές εγκαταστάσεις, οι συγκάτοικοι ολοκλήρωσαν ένα online ερωτηματολόγιο για μετρηθεί η γνωστική ευπάθεια και να διαγνωστούν καταθλιπτικά συμπτώματα. Συμπλήρωσαν τα ίδια ερωτηματολόγια πάλι μετά από 3 και 6 μήνες. Επίσης, μετρήθηκαν τα στρεσογόνα γεγονότα της ζωής τους στα δύο αυτά χρονικά σημεία.
Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι οι πρωτοετείς, οι οποίοι έμειναν τυχαία με έναν συγκάτοικο με υψηλά επίπεδα γνωστικής ευπάθειας, μπορούσαν να “επηρεαστούν” από την κατάσταση του συγκατοίκου τους και να αναπτύξουν υψηλότερα επίπεδα γνωστικής ευπάθειας. Όσοι πρωτοετείς συγκατοίκησαν με άτομα που είχαν χαμηλά επίπεδα γνωστικής ευπάθειας παρουσίασαν μειώσεις στα δικά τους επίπεδα. Το αποτέλεσμα μετάδοσης ήταν εμφανές τόσο στους τρεις, όσο και στους έξι μήνες.
Το πιο σημαντικό, οι αλλαγές στη γνωστική ευπάθεια οδήγησαν σε μελλοντικό κίνδυνο για συμπτώματα κατάθλιψης. Οι μαθητές, οι οποίοι παρουσίασαν αύξηση στη γνωστική ευπάθεια τους πρώτους 3 μήνες, είχαν σχεδόν τα διπλάσια επίπεδα καταθλιπτικών συμπτωμάτων στους 6 μήνες απ’ ότι εκείνοι που δεν έδειξαν τέτοια αύξηση.
Τα αποτελέσματα παρέχουν σημαντικές ενδείξεις για την επίδραση της μετάδοσης, επιβεβαιώνοντας την αρχική υπόθεση των ερευνητών. Με βάση αυτά τα ευρήματα, οι Haeffel και Hames υποδεικνύουν ότι η επίδραση μετάδοσης θα μπορούσε να αξιοποιηθεί ώστε να βοηθήσει να θεραπευτούν τα συμπτώματα κατάθλιψης.
“Τα ευρήματά μας υποδηλώνουν ότι μπορεί να είναι δυνατό να χρησιμοποιηθεί το κοινωνικό περιβάλλον του ατόμου ως μέρος της διαδικασίας παρέμβασης, είτε ως συμπλήρωμα στις υπάρχουσες γνωστικές επεμβάσεις ή, ενδεχομένως, ως μια μεμονωμένη παρέμβαση”, γράφουν οι ερευνητές. “Περιβάλλοντας ένα άτομο με άλλους ανθρώπους που εμφανίζουν ένα προσαρμοστικό γνωστικό στυλ θα μπορούσε να διευκολύνει τη γνωστική αλλαγή στη θεραπεία.”
Σύμφωνα με τους ερευνητές, τα αποτελέσματα αυτής της μελέτης δείχνουν ότι ίσως είναι καιρός να επανεξετάσουμε τον τρόπο που σκεφτόμαστε για τη γνωστική ευπάθεια.
“Η μελέτη μας εξηγεί ότι η γνωστική ευπάθεια έχει τη δυνατότητα να διακυμαίνεται με την πάροδο του χρόνου, ανάλογα με το κοινωνικό πλαίσιο”, συμπληρώνουν οι ερευνητές. “Αυτό σημαίνει ότι η γνωστική ευπάθεια θα πρέπει να θεωρηθεί ως μεταβλητή και όχι ως στάσιμη.”
Πηγές: www.psychologicalscience.org/index.php/news/releases/risk-factor-for-depression-can-be-contagious.html