Για να καταλάβουμε πως αναπτύσσονται τα στοιχεία του θυμού, θα κάνουμε ένα σύντομο ταξίδι στην εξελικτική ψυχολογία.
Το νεογέννητο και η δύναμη της άνευ όρων αγάπης
Όταν γεννιόμαστε, τις πρώτες στιγμές που ξεπροβάλλουμε μέσα απ’ τη μητέρα μας σαν ξεχωριστά άτομο, είμαστε τελείως ανοιχτοί, ευάλωτοι και ευεπηρέαστοι.
Η δομή του εγώ δεν έχει σχηματιστεί ακόμα και έτσι είμαστε πολύ ανοιχτοί στο να διαμορφωθούμε από τον κόσμο. Δεν είμαστε βέβαια άγραφο χαρτί, γιατί υπάρχει μια ιστορία στην ύπαρξή μας από τους γονείς μας, από τη φύση κοκ., αλλά αυτή η ιστορία σε κείνη τη φάση, λειτουργεί περισσότερο παρασκηνιακά και η προσωπικότητά μας δεν έχει ακόμα διαμορφωθεί. Όταν γεννιόμαστε και λίγο αργότερα, είμαστε κατά βάση ανοιχτοί και δεκτικοί.
Αν είμαστε τυχεροί, έχουμε μια μητέρα που είναι διανοητικά υγιής και ικανή να παρέχει ένα περιβάλλον ανατροφής όπου μας κατακλύζει με άνευ όρων αγάπη. Η διαδικασία της μητρότητας, ξυπνάει στη μητέρα τη βαθιά αγάπη και εκείνη συνδέεται με τη δική της καλή φύση.
Φυσικά και οι δύο γονείς είναι παρόντες σ’ αυτή την ιστορία αλλά μπορεί κάποια παιδιά να μεγαλώνουν μόνο με τον πατέρα ή μόνο με τη μητέρα. Βιολογικά, η μητέρα είναι περισσότερο συνδεδεμένη με τον ρόλο του τροφού σ’ αυτή την πρώιμη φάση και ο πατέρας ξεχωρίζει αργότερα καθώς το παιδί αρχίζει να εξερευνά τον κόσμο. Επειδή εστιάζουμε στα πρώτα στάδια της νηπιακής ηλικίας, θα αναφερθούμε περισσότερο στο ρόλο της μητέρας ως βασικής τροφού.
Ο John Welwood στο βιβλίο του «Τέλεια Αγάπη, Ατελείς Σχέσεις», λέει για την πρώιμη εμπειρία της άνευ όρων αγάπης:
«Όταν βρίσκονται στην στοργική αγκαλιά της μητέρας τους, τα μωρά χαλαρώνουν μέσα στην ευδαιμονία της ζεστασιάς που είναι η αγάπη καθώς αυτή ρέει ελεύθερα μέσα τους από την απόλυτη πηγή των πάντων. Η φροντίδα της μητέρας είναι η εξωτερική συνθήκη που επιτρέπει στο παιδί να βιώσει την αγάπη και τη χαρά που είναι η ουσία της ύπαρξής του.»
Έτσι, στη στοργική φροντίδα της μητέρας μας, είναι ελεύθερη να αναδυθεί και να ανθίσει η δική μας φύση αγάπης και καλοσύνης. Αν είχαμε αυτή την καλή τύχη, η πρώιμη ανάπτυξή μας πιθανότατα πήγε αρκετά καλά.
Σ’ αυτά τα πρώτα στάδια της νηπιακής ηλικίας, η καλή μας φύση ακόμα καλλιεργείται και διαμορφώνεται. Σαν βρέφη, αρχικά βιώνουμε αυτή την αίσθηση του καλού ως κάτι έξω από μας και για μας η μητέρα είναι σαν τον ήλιο, η πηγή των πάντων. Αυτή η διαδικασία συνεχίζεται για κάποιο διάστημα μέχρι που σε κάποια φάση εσωτερικεύουμε την αγάπη της μητέρας μας και την αναγνωρίζουμε ως δική μας.
Το παιδί χρειάζεται δύο ως τρία χρόνια μέσα σ’ ένα σταθερό περιβάλλον αγάπης, προκειμένου να νιώσει τελικά ότι είναι ασφαλής και ότι η βασική του φύση είναι φτιαγμένη από αγάπη.
Φυσικά τα βρέφη δεν το αντιλαμβάνονται αυτό ως έννοια αλλά έχουν μια βαθιά εσωτερική γνώση ότι όλα είναι καλά στον κόσμο. Σ’ αυτό το σημείο υπάρχει ένα βαθύ αποτύπωμα αγάπης στην ύπαρξη του βρέφους και αυτό το αποτύπωμα παραμένει σε όλη του τη ζωή.
Η καλλιέργεια του σπόρου της καλής φύσης
Όταν λοιπόν ένα παιδί ανατραφεί σ’ ένα στοργικό περιβάλλον όσο χρόνο χρειάζεται ώστε να εδραιωθεί η εμπιστοσύνη στην αγάπη της μητέρας του, τότε αυξάνονται δραματικά οι πιθανότητες να γίνει ένας ενήλικας με μεγάλη αυτοεκτίμηση και υγιή ψυχολογία και να έχει διανοητική και συναισθηματική ευημερία. Το πιθανότερο είναι ότι αυτό το άτομο θα έχει τη σιγουριά ότι ο κόσμος είναι καλός, ότι η ζωή είναι καλή και θα νιώθει και για τον εαυτό του ότι καλός και ψυχικά υγιής.
Φυσικά τίποτα δεν είναι σίγουρο στη ζωή και υπάρχουν πολλές πιθανότητες να πάνε στραβά τα πράγματα. Αλλά η γενική ιδέα είναι ότι αν το παιδί έχει επαρκή χρόνο για να εσωτερικεύσει την αγάπη από το περιβάλλον του, τότε αποκτά μια βαθιά εσωτερική αίσθηση του καλού και της αγάπης, που παραμένει σε όλη του τη ζωή. Ο Carl Rogers αποκαλεί αυτή την κατάσταση «άνευ όρων θετική στάση».
Αυτή η διαδικασία είναι ίδια με τη φύτευση ενός σπόρου στο χώμα. Ο σπόρος έχει μια φυσική τάση να γίνει ένα φυτό, αλλά χρειάζεται τις κατάλληλες συνθήκες για να αναπτυχτεί, διαφορετικά δεν θα γίνει το φυτό που έχει τη δυνατότητα να γίνει. Χρειάζεται την κατάλληλη ποσότητα θερμότητας από τον ήλιο, την κατάλληλη ποσότητα υγρασίας, αλλιώς δεν θα βλαστήσει. Για παράδειγμα, αν υπάρχει ηλιοφάνεια για μια-δυο μέρες αλλά μετά έχει συννεφιά για δυο μήνες και αν δεν βρέξει καθόλου, το πιθανότερο είναι ότι ο σπόρος δεν θα βλαστήσει και τελικά δεν θα γίνει το φυτό που έπρεπε.
Παρόμοια, σαν βρέφη, η καλή μας φύση είναι αυτός ο σπόρος και έχει τη δυνατότητα να έρθει σε πλήρη ανάπτυξη ως ένας συμπονετικός και ψυχικά υγιής ενήλικας που έχει πρόσβαση στην ανθρώπινη ευτυχία. Ωστόσο, ως μικροσκοπικά ανθρώπινα όντα, η καλή μας φύση χρειάζεται την κατάλληλη ποσότητα ζεστασιάς και φροντίδας από τη μητέρα μας, διαφορετικά η φυσική μας κλίση να γίνουμε στοργικοί και υγιείς ενήλικες, παραμένει αδρανής.
Η γέννηση του φόβου
Η αγάπη είναι μια ισχυρή δύναμη και η παρουσία ή απουσία της από έναν άνθρωπο μπορεί να αλλάξει δραματικά την κατάσταση της ευημερίας του. Οι ψυχολογικές μελέτες και άλλες επιστημονικές έρευνες έχουν δείξει ότι όσοι μεγάλωσαν με αρκετή αγάπη έχουν ισχυρότερο ανοσοποιητικό σύστημα, πιο υγιή συναισθηματική ζωή και γενικότερα νιώθουν περισσότερη ευτυχία, σε σχέση με άλλους που δεν είχαν την ίδια τύχη. Επιπλέον, όταν ένα παιδί μεγαλώνει σ’ ένα στοργικό περιβάλλον, έχει μικρότερες πιθανότητες να εξελιχθεί σ’ έναν ενήλικα με χρόνιο θυμό.
Αυτό το σενάριο της ανατροφής με σταθερή αγάπη είναι υπέροχο και ιδανικό και αν όλοι ήταν τόσο ευλογημένοι, ο κόσμος μας θα είχε πολύ λιγότερους δυστυχισμένους και θυμωμένους ανθρώπους. Δυστυχώς, η πλειοψηφία των ανθρώπων δεν είναι τόσο τυχεροί. Οι περισσότεροι από μας δεν είχαμε την τέλεια βρεφική ηλικία και η εσωτερίκευση της αγάπης της μητέρας μας έχει γίνει εν μέρει. Έτσι μεγαλώνουμε με ένα ψυχικό και συναισθηματικό εαυτό που έχει δύναμη αλλά και τραύματα.
Υπάρχουν πολλοί τρόποι με τους οποίους το ιδανικό περιβάλλον αγάπης και φροντίδας που δημιούργησε η μητέρα, τελικά διαλύεται: από αθώα αφηρημάδα ως κακοποίηση.
Ας δούμε μια σχετικά αθώα εκδοχή. Μόλις γεννηθούμε, η μητέρα μας είναι τέλεια και παρούσα για μας σχεδόν συνέχεια. Αλλά σε κάποια φάση, αρχίζουν να την αποσπούν από μας άλλα θέματα στη ζωή της. Αυτό δεν φαίνεται πολύ σοβαρό αρχικά, αλλά αν η μητέρα απομακρυνθεί από το προσκήνιο πολύ γρήγορα και για πολύ χρόνο, αυτό τελικά μπορεί να γίνει πολύ σοβαρό θέμα. Κάποια μέρα ξαφνικά η μητέρα μας θα έχει πονοκέφαλο και θα αποσπαστεί η προσοχή της από το να μας περιλούζει με αγάπη όπως έκανε πάντα. Αν αυτό συνεχιστεί για πολύ, ο βρεφικός μας εαυτός θα αρχίσει να νιώθει ευάλωτος, μπερδεμένος και ανασφαλής. Θα παραμένουμε εκεί σε μια κατάσταση ανημπόριας, ζητώντας την προσοχή της μητέρας μας και όταν εκείνη δεν εμφανιστεί ή ακόμα χειρότερα, αν μας μαλώσει και μας πει «σταμάτα!», ολόκληρη η οντότητά μας αποσύρεται σ’ ένα σκοτάδι γεμάτο φόβο.
Ας μη ξεχνάμε ότι είμαστε τόσο τρυφεροί και ευάλωτοι και εξαρτόμαστε από τη μητέρα μας για τη ζωή μας. Η πηγή της ζωής μας ξαφνικά εξαφανίστηκε, το οποίο μας προκαλεί σύγχυση, νιώθουμε χαμένοι και πληγωμένοι. Επειδή δεν έχουμε ακόμα δομημένο εγώ, δεν έχουμε την ικανότητα να κατανοήσουμε και να αιτιολογήσουμε αυτές τις στιγμές, οπότε τις βιώνουμε ως βαθιά οδυνηρές και τραυματικές.
Σκεφτείτε πώς θα νιώθατε αν σαν ενήλικας βρισκόσασταν ξαφνικά σε κάποιο άγνωστο σκοτεινό και παγωμένο δάσος μέσα στη νύχτα και δεν υπήρχε καμία λογική εξήγηση για το πώς βρεθήκατε εκεί. Φανταστείτε πόσο φοβισμένοι θα ήσασταν και μετά πολλαπλασιάστε το με το εκατό. Αυτό δείχνει πόσο τρομακτικό είναι για ένα βρέφος να νιώθει ξαφνικά μόνο του, όταν δεν είναι ακόμα προετοιμασμένο γι’ αυτό.
Ο χαμένος παράδεισος
Τα τραυματικό συναίσθημα του να μην είναι συνέχεια η μητέρα μας κοντά μας, μας δημιουργεί σύγχυση. Είναι ένα σοκ για μας, αλλά μόλις η αγάπη της μητέρας επιστρέψει, συνήθως αισθανόμαστε ξανά ότι είμαστε ασφαλείς και ότι μας φροντίζουν. Έχουμε κάποια σχετική ανεκτικότητα και μόλις ο προστάτης και η πηγή της ζωής επιστρέψει μέσα σε εύλογο χρονικό διάστημα, συνερχόμαστε απ’ αυτά τα τραυματικά επεισόδια. Αλλά όταν τέτοια περιστατικά γίνονται πιο συχνά και όταν συνεχίζονται για μεγάλες περιόδους την ανάπτυξής μας, τότε ο φόβος και το σκοτάδι της εγκατάλειψης αρχίζουν να αποτυπώνονται μέσα μας.
Εξακολουθούμε να είμαστε ευάλωτοι και να βασιζόμαστε στους άλλους για τα πάντα και όταν η πηγή της ζωής μας δεν είναι πλέον αξιόπιστη, αρχίζουμε να νιώθουμε ανασφαλείς στον κόσμο. Βαθιά μέσα μας αρχίζει να αναπτύσσεται ένας φόβος και αντί να χαλαρώνουμε στη φύση του καλού και της αγάπης που έχουμε μέσα μας, συσπόμαστε σε μια κατάσταση πόνου και σύγχυσης.
Όταν αυτό το ανασφαλές περιβάλλον παραμείνει για πολύ, πέρα από ένα κρίσιμο αναπτυξιακό σημείο όπου δεν υπάρχει επιστροφή, τα συναισθήματα του φόβου και της ανασφάλειας μονιμοποιούνται και εδραιώνονται βαθιά μέσα στην προσωπικότητά μας. Σ’ αυτή την περίπτωση κουβαλάμε ένα βαρύ φορτίο για την υπόλοιπη ζωή μας, εκτός αν αλλάξει κάτι δραματικά στο περιβάλλον που μας διαμορφώνει ή αν βρούμε τρόπους να το επιλύσουμε καθώς περνάνε τα χρόνια.
Αν δεν συνδεόμαστε πλήρως με την δική μας αίσθηση αγάπης, τότε στην ουσία είμαστε πληγωμένοι άνθρωποι. Αυτό δεν σημαίνει ότι κάποιος μας έκανε κακό ή ότι είμαστε θύματα. Το νόημα είναι ότι πληγωθήκαμε βαθιά χάνοντας την επαφή με την έμφυτη μας αγάπη και αυτό μας έφερε σύγχυση και πόνο, οπότε είμαστε πληγωμένοι.
Ως πληγωμένοι ενήλικες, η αίσθηση της αγάπης και του εαυτού μας «προβάλλεται», σε μικρό ή μεγάλο βαθμό, στον εξωτερικό κόσμο. Συνεχίζουμε να ψάχνουμε άλλους ανθρώπους να μας φροντίσουν και να πάρουν την ευθύνη για τη δική μας ζωή. Δεν διαμορφώνεται ποτέ ένα υγιές όριο μεταξύ του εαυτού μας και του άλλου και καθώς μεγαλώνουμε, αυτό μας δημιουργεί διάφορα προβλήματα στις σχέσεις μας με τους άλλους ανθρώπους.
Το πρόβλημα είναι ότι η αίσθηση του εαυτού μας έχει διαμορφωθεί μόνο εν μέρει και η αγάπη για τον εαυτό μας είναι αδύναμη. Έτσι συνεχώς ψάχνουμε έξω από τον εαυτό μας για να γεμίσουμε το κενό. Καθώς περνάμε από την βρεφική ηλικία προς την παιδική ηλικία και από την παιδική ηλικία προς την ενηλικίωση, αναπτύσσουμε μοντέλα προβολής και συνεξάρτησης, καθώς εναποθέτουμε στους άλλους διάφορες αφύσικες ανάγκες και συναισθηματικές ευθύνες.
Ωστόσο, τίποτα απ’ όλα αυτά δεν είναι τελεσίδικο. Υπάρχει η δυνατότητα να ανακαλύψουμε εκ νέου την υγιή αίσθηση του εαυτού μας και ξανασυνδεθούμε με την αγάπη μέσα στην καρδιά μας. Αυτό χρειάζεται θέληση, προσπάθεια και δέσμευση, αλλά μπορούμε να το κάνουμε.
Η έναρξη του θυμού
Ο θυμός αρχίζει με την έλλειψη αγάπης προς τον εαυτό μας και τη σύγχυση των ορίων μεταξύ του εαυτού μας και των άλλων ανθρώπων. Αυτά τα στοιχεία μας προδιαθέτουν προς το θυμό και την πάλη με πολλούς διαφορετικούς τρόπους.
Ένα πρόβλημα που δημιουργείται είναι ότι όπως ακριβώς στρεφόμασταν και βασιζόμασταν στη μητέρα μας για να πάρουμε αγάπη, καθώς μεγαλώνουμε συνεχίζουμε να στρεφόμαστε στους άλλους για αγάπη. Επειδή δεν φτάσαμε στο επίπεδο της εσωτερίκευσης της αγάπης ώστε να γίνει δική μας, δεν εμπιστευόμαστε την αγάπη μέσα στην καρδιά μας και έτσι περνάμε τη ζωή μας αναζητώντας μια πηγή αγάπης και ευτυχίας έξω από μας. Για προφανείς λόγους αυτό δεν πετυχαίνει ποτέ και το σχίσμα ανάμεσα στον εαυτό μας και τον άλλο μας προδιαθέτει σε έναν ατελείωτο αγώνα και απογοήτευση.
Οι σοφοί όλων των εποχών συμφωνούν ότι ποτέ δεν θα βρούμε ευτυχία έξω από την καρδιά μας. Μόνο εμείς οι ίδιοι μπορούμε να κάνουμε τους εαυτούς μας ευτυχισμένους. Αν αγαπάμε τον εαυτό μας, τότε μπορούμε να μοιραστούμε αυτή την αγάπη με τους άλλους και μπορούμε να ερωτευτούμε άλλους ανθρώπους αλλά δεν μπορούμε να βρούμε αληθινή αγάπη σε μια εξωτερική πηγή.
Όταν αναπτύσσουμε μοντέλα προβολής, έχουμε μεγάλο πρόβλημα. Επειδή δε νιώθουμε ασφαλείς μέσα μας, αναζητούμε αγάπη και ευτυχία σε πράγματα και ανθρώπους, περιμένοντας συνεχώς από τους άλλους να γεμίσουν το υπαρξιακό μας κενό. Περνάμε τη ζωή μας σε έναν συνεχή αγώνα για εκπλήρωση της ανάγκης μας, σε μέρη όπου δεν πρόκειται ποτέ να συμβεί. Αναπόφευκτα προκύπτουν βαθιά στοιχεία απογοήτευσης και θέματα διαχείρισης του θυμού.
Ένα άλλο θέμα που προκύπτει με την προβολή είναι η επίρριψη ευθυνών. Όπως προβάλλουμε την ανάγκη μας για ευτυχία στους άλλους ανθρώπους, τους ρίχνουμε και την ευθύνη για τη δική μας έλλειψη ευτυχίας.
Επειδή η δομή του εγώ μας δεν είχε το χρόνο να αναπτυχθεί κανονικά, δεν έχουμε τα εφόδια να διαχειριστούμε το φυσιολογικό πόνο που φέρνει η ζωή και αυτή η ανικανότητα συνεχίζεται και στην ενήλικη ζωή. Ένας τρόπος με τον οποίο μαθαίνουμε να το αντιμετωπίζουμε αυτό είναι να το προβάλλουμε, δηλαδή να το εναποθέτουμε στους άλλους. Επειδή δεν έχουμε το ψυχικό σθένος να διαχειριστούμε τον προσωπικό και διαπροσωπικό πόνο, το αντιμετωπίζουμε σαν υπαιτιότητα κάποιου άλλου (ότι δηλαδή κάποιος άλλος φταίει για το δικό μας πόνο).
Φυσικά αυτή η στρατηγική είναι καταδικασμένη να αποτύχει και όταν οι άλλοι δεν αποδέχονται την ευθύνη που τους ρίχνουμε, θυμώνουμε. Καθώς περνάνε τα χρόνια γινόμαστε κατ’ εξακολούθηση θύματα που υποφέρουν συνεχώς λόγω της αποτυχίας και των ατελειών των άλλων. Το τελικό αποτέλεσμα είναι ότι ζούμε σε μια κατάσταση διαρκούς ενοχοποίησης των άλλων και θυμού.
Το σχίσμα μεταξύ μυαλού και σώματος
Ένα άλλο επακόλουθο της πρόωρης αποκοπής από την αγάπη της μητέρας μας είναι ότι αναπτύσσουμε τρόπους αποσύνδεσης. Ο πόνος και η σύγχυση που νιώθουμε όταν μας «εγκαταλείπει» η πηγή της ζωής μας, είναι πάνω απ’ αυτό που μπορεί να επεξεργαστεί ο αδιαμόρφωτος εαυτός μας και για να μπορέσουμε να ανταπεξέλθουμε απλά τα μπλοκάρουμε: απομονώνουμε τον εαυτό μας από τις οδυνηρές αισθήσεις και συναισθήματα.
Ο John Welwood περιγράφει αυτό το φαινόμενο ως εξής:
«Η αποσύνδεση είναι ο τρόπος που υιοθετεί το μυαλό μας για να πει όχι και να απομακρυνθεί απ’ τον πόνο μας, απ’ την ευαισθησία μας, από την ανάγκη μας για αγάπη, από τη θλίψη μας και το θυμό μας γιατί δεν παίρνουμε αρκετή αγάπη, όπως επίσης και από το σώμα μας όπου εδρεύουν αυτά τα συναισθήματα.»
Όταν αποκοπτόμαστε μ’ αυτό τον τρόπο, τα πράγματα γίνονται πολύ πιο δύσκολα για μας, γιατί το σώμα μας και τα συναισθήματά μας είναι ακριβώς αυτά με τα οποία πρέπει να είμαστε σε επαφή αν θέλουμε να βρούμε τη θεραπεία για την κατάσταση που βιώνουμε. Γινόμαστε ενήλικες που «ζούμε περισσότερο στο κεφάλι μας» (λειτουργούμε κυρίως εγκεφαλικά) και όσο μένουμε εκεί, νιώθουμε ότι έχουμε «κολλήσει» και μας φαίνεται αδύνατο να επιστρέψουμε στο σώμα και στα συναισθήματά μας.
Ένα άλλο πρόβλημα με την αποσύνδεση είναι ότι επί της ουσίας δεν αποδίδει. Μπορεί να καταφέρνουμε να καταπνίγουμε την πληγωμένη μας πλευρά για περιορισμένο χρόνο, αλλά ακόμη κι έτσι, το ότι δεν είμαστε σε συνειδητή επαφή μ’ αυτήν, δεν σημαίνει ότι την εξαφανίζουμε πραγματικά. Σ’ ένα βαθύτερο επίπεδο, τα πληγωμένα μας συναισθήματα είναι πολύ παρόντα και υπάρχει μια θύελλα έτοιμη να ξεσπάσει μέσα μας. Αυτή η θύελλα τελικά εκδηλώνεται με διάφορα συμπτώματα, όπως άγχος, προβλήματα υγείας, συναισθηματικά προβλήματα και διάφορες δοκιμασίες διαχείρισης θυμού.
Επιπλέον, όταν αποσυνδεόμαστε από τα συναισθήματα και από το σώμα μας, ζούμε μια κατάσταση διαρκούς αγώνα γιατί είμαστε συνεχώς σε πόλεμο με την ίδια μας την ύπαρξη. Ο βαθύτερος εαυτός μας έχει την ενόρμηση να αποκτήσει με κάποιο τρόπο την ολότητά του και είτε το συνειδητοποιούμε αυτό είτε όχι, αυτή η ενόρμηση προσπαθεί αέναα να φέρει τα πληγωμένα μας συναισθήματα στην επιφάνεια. Μέχρι να του επιτρέψουμε να αναδυθεί και να αρχίσουμε τη διαδικασία της επίλυσής του, ο θαμμένος μας πόνος θα προσπαθεί αδιάκοπα να μας τραβήξει την προσοχή. Στο τέλος, τα συναισθήματά μας θα κυριαρχήσουν, γιατί η εσωτερική επιθυμία για ολότητα. μοιάζει με την επιθυμία για ζωή και δεν θα παραιτηθεί ποτέ. Έτσι, επειδή δίνουμε μια μάχη την οποία δεν μπορούμε ποτέ να κερδίσουμε, νιώθουμε έντονη και βαθιά ματαίωση στη ζωή μας. Αυτού του είδους ο αγώνας βρίσκεται κάτω από την επιφάνεια όλων σχεδόν των θεμάτων διαχείρισης θυμού.
Το ταξίδι της επιστροφής
Η ιστορία του τραύματος στην πρώιμη παιδική ηλικία είναι ένα στιγμιότυπο μιας τραγικής και οδυνηρής διάστασης της ανθρώπινης ύπαρξης. Παρότι η φύση μας είναι φτιαγμένη από καλοσύνη και αγάπη, η άγνοιά μας γι’ αυτή μας τη φύση, μας κάνει να διαιωνίζουμε την ταλαιπωρία για τον εαυτό μας και τους ανθρώπους που αγαπάμε περισσότερο: τα παιδιά μας.
Μ’ αυτό τον τρόπο, ο κύκλος της άγνοιας συνεχίζεται από γενιά σε γενιά και πραγματικά όλοι οι πόλεμοι και οι διαμάχες που βλέπουμε στην ανθρώπινη κοινωνία σε όλη την υφήλιο, προέρχεται απ’ αυτή την άγνοια της φύσης της αγάπης που έχουμε. Ωστόσο, η φύση μας παραμένει αμετάβλητη και την ίδια στιγμή που εμείς οι άνθρωποι διαιωνίζουμε τον πόνο μας, πασχίζουμε συνεχώς για ευτυχία και επανένωση με τον αληθινό μας εαυτό. Αλλάζοντας λίγο την οπτική μας και με κάποια καλή καθοδήγηση, μπορούμε να βρούμε αυτό που ψάχνουμε.
Όταν οι άνθρωποι πρωτοέρχονται σε επαφή μ’ αυτή τη γνώση για το τραύμα της πρώιμης παιδικής ηλικίας, η συνήθης αντίδραση είναι να έχουν μια αίσθηση απελπισίας ότι είναι καταδικασμένοι. Αφού δεν μπορούμε να πάμε πίσω και να ξαναζήσουμε την παιδική μας ηλικία, είναι εύλογο να θεωρήσει κάποιος ότι είναι καταδικασμένος σε μια ζωή ματαίωσης και συνεχείς δυσκολίες στη διαχείριση του θυμού.
Ωστόσο, οι ψυχολόγοι είχαν σοβαρό λόγο που αφιέρωσαν τόσα πολλά χρόνια και τόση πολλή ενέργεια στην κατανόηση των εξελικτικών μας στοιχείων: κατανοώντας το πώς φτάσαμε εδώ που είμαστε τώρα, προετοιμαζόμαστε για να προχωρήσουμε μπροστά, σ’ ένα καλύτερο μέλλον. Είναι σίγουρα χρήσιμο να γνωρίζουμε την εξελικτική μας ιστορία. Βλέποντας καθαρά τα στοιχεία που μας έκαναν αυτό που είμαστε, είμαστε καλύτερα προετοιμασμένοι να διαμορφώσουμε συνειδητά το ποιοί θα γίνουμε, δουλεύοντας πλέον στο εδώ και τώρα.
Παναγιώτα Δ. Κυπραίου, Ψυχοθεραπεύτρια – Συντονίστρια Σχολών Γονέων
Πηγή: www.psychotherapeia.net.gr