«Tα φάρμακα είναι απάτη. Οι γιατροί που τα γράφουν δεν το ξέρουν και φυσικά ούτε οι ασθενείς. Οι κατασκευάστριες εταιρείες όμως το ξέρουν και φυσικά δεν το λένε»: αυτά υποστηρίζει εν ολίγοις ο γνωστός Βρετανός συγγραφέας και ιατρός Ben Goldacre στο νέο του βιβλίο «Bad Pharma: How drug companies mislead doctors and harm patients» (Κακή φαρμακευτική: πως οι φαρμακευτικές εταιρείες παραπλανούν τους γιατρούς και βλάπτουν τους ασθενείς -εκδ. Fourth Estate).
Ο Goldacre, ο οποίος εκτός από συγγραφέας best seller είναι και ψυχίατρος, αναφέρει στο βιβλίο του ένα παράδειγμα για τη ρεβοξετίνη. Όπως γράφει, είναι ένα φάρμακο εγκεκριμένο από τις αρμόδιες Αρχές της Αγγλίας το οποίο έχει συνταγογραφήσει και ο ίδιος.
Τον Οκτώβριο του 2010, μια ομάδα ερευνητών έφερε στη δημοσιότητα στοιχεία από επτά δοκιμές του φαρμάκου που το σύγκριναν με ένα εικονικό φάρμακο –κάποιες αδημοσίευτες. Το αποτέλεσμα ήταν σοκαριστικό. Μόνο μία, από τους 254 ασθενείς, είχε δείξει θετικό αποτέλεσμα.
Έξι επιπλέον δοκιμές που έγιναν σε δεκαπλάσιο αριθμός ασθενών έδειξαν ότι η ρεβοξετίνη είχε τα ίδια αποτελέσματα με ένα «χαπάκι» ζάχαρης. Περαιτέρω έρευνες, αδημοσίευτες οι περισσότερες, έδειξαν ότι το φάρμακο είχε και αρκετές παρενέργειες.
«Κανείς δεν παρανόμησε σε αυτή την περίπτωση, η ρεβοξετίνη είναι ακόμη στην αγορά και το σύστημα που επέτρεψε να συμβούν όλα αυτά λειτουργεί ακόμα, σε όλες τις χώρες του κόσμου. Αρνητικά στοιχεία εξαφανίζεται, για όλες τις θεραπείες, σε όλους τους τομείς της επιστήμης.
Οι ρυθμιστικές αρχές και οι επαγγελματικοί φορείς από τις οποίες θα αναμέναμε να εξαλείψου αυτές τις πρακτικές μας έχουν απογοητεύσει» γράφει ο Goldacre.
«Τα φάρμακα δοκιμάζονται από τους ανθρώπους που τα κατασκευάζουν, σε καλοσχεδιασμένες δοκιμές, σε απελπιστικά μικρό αριθμό ανθρώπων, και αναλύονται με τη χρήση τεχνικών που είναι εσφαλμένη από το σχεδιασμό, έτσι ώστε να υπερβάλλουν με τα οφέλη των θεραπειών.
Όπως είναι αναμενόμενο, οι δοκιμές αυτές έχουν την τάση να παράγουν αποτελέσματα που ευνοούν τον κατασκευαστή. Όταν το αποτέλεσμα δεν αρέσει στις εταιρείες, έχουν κάθε δικαίωμα να το κρύψουν από τους γιατρούς και τους ασθενείς, έτσι ώστε να βλέπουμε μια διαστρεβλωμένη εικόνα των πραγματικών επιπτώσεων των φαρμάκων» συνεχίζει.
«Μετά από 40 χρόνια πρακτικής αφού αποφοιτούν από την ιατρική σχολή, οι γιατροί ακούν σχετικά με το τι είναι αποτελεσματικό, από τους πωλητές (ιατρικούς επισκέπτες), τους συναδέλφους και τα επιστημονικά περιοδικά. Οι συνάδελφοί τους όμως μπορεί να δουλεύουν για μια φαρμακευτική εταιρεία και τα επιστημονικά περιοδικά μπορεί να ανήκουν σε αυτές.
Το ίδιο και οι ομάδες ασθενών. Και τελικά, οι επιστημονικές έρευνες, που όλοι θεωρούν αντικειμενικές, συχνά σχεδιάζονται κρυφά και γράφονται από ανθρώπους που εργάζονται άμεσα για τις εταιρείες, χωρίς να φαίνονται. Μερικές φορές ολόκληρες επιστημονικές επιθεωρήσεις ανήκουν εξ ολοκλήρου σε κάποια φαρμακευτική εταιρεία. Πέρα από όλα αυτά, για πολλά από τα πιο σημαντικά και διαρκή προβλήματα στον τομέα της ιατρικής, δεν έχουμε ιδέα ποια είναι η καλύτερη θεραπεία επειδή δεν είναι προς το οικονομικό συμφέρον κανενός να διεξάγει οποιεσδήποτε δοκιμές».
Το 2010, υποστηρίζει ο Goldacre, ερευνητές από το Χάρβαρντ και το Τορόντο συγκέντρωσαν όλες οι δοκιμές φαρμάκων σε πέντε μεγάλες κατηγορίες –αντικαταθλιπτικά, φάρμακα για έλκος, κλπ- και μέτρησαν δύο βασικά χαρακτηριστικά: αν είναι θετικές και αν χρηματοδοτούνται από τη βιομηχανία.
Όπως προέκυψε από τις 500 και πλέον δοκιμές που συγκέντρωσαν, το 85% των δοκιμών που χρηματοδοτήθηκαν από τη βιομηχανία φαρμάκων ήταν θετικές. Όσον αφορά τις κυβερνητικά χρηματοδοτούμενες δοκιμές, το ποσοστό φτάνει μόλις το 50%. Και ο κατάλογος πάει λέγοντας.
«Τα ελλιπή στοιχεία δηλητηριάζουν το γενικό καλό. Αν ποτέ γίνουν κατάλληλες μελέτες, εάν κρατούνται κρυφές οι δοκιμές με αρνητικά αποτελέσματα, τότε απλά δεν μπορούμε να γνωρίζουμε τις πραγματικές επιπτώσεις των θεραπειών που χρησιμοποιούμε.
Τα στοιχεία στην ιατρική δεν είναι μια αφηρημένη ακαδημαϊκή ενασχόληση. Όταν τα στοιχεία δεν είναι σωστά παίρνουμε λανθασμένες αποφάσεις, προκαλώντας περιττό πόνο, ταλαιπωρία και τον θάνατο σε ανθρώπους σαν κι εμάς» καταλήγει ο Goldacre.