Άρες Μάρες Κουκουνάρες
Γραμματικά
άρες μάρες θηλυκό, μόνο στον πληθυντικό, άκλιτο
- ασυναρτησίες, ανοησίες, ασύντακτος λόγος.
Πότε χρησιμοποιούμε τη φράση
Στις μέρες τη λέμε όταν θέλουμε να δηλώσουμε πως ακούσαμε κάτι χωρίς νόημα και την απευθύνουμε σε όποιον λέει αρλούμπες και ασυναρτησίες.
Προέλευση
Άγνωστη, απροσδιόριστη
Ετυμολογία
Κάποιοι ισχυρίζονται πως το προέρχεται από τις κατάρες. Στον ενικό η λέξη είναι Κατάρα (Κατ-άρα), και με την πάροδο των χρόνων, για να γίνει πιθανώς πιο εύηχη ή για λόγους εξευμενισμού και μόνο προστέθηκε και το «Μ». Δηλαδή: Κατ-άρα-μάρα, και στη νεότερη ελληνική έγινε -αρα-μάρα, άρες μάρες, έβαλαν και την ομοιοκατάληκτη λέξη κουκουνάρες και δημιουργήθηκε αυτή η καινούρια φράση!
Ετυμολογικά θεωρείται πως η φράση προέρχεται από το: άρες μάρες < άρα/αρά + μάρα (= μαρασμός).
Έχει υποστηριχθεί πως προέρχεται απλώς από τις < (κουταμ)άρες, (κουτα)μάρες
Συνώνυμα
- ανοησίες
- αρλούμπες
- ασυναρτησίες
- κουραφέξαλα
- κουταμάρες
- από την Πόλη έρχομαι και στη κορφή κανέλα
- τρία πουλάκια κάθονταν…