Οι βαπτίσεις τα πρώτα χρόνια του χριστιανισμού γίνονταν σε ενήλικες αλλά επειδή οι Έλληνες δεν αποδέχονταν τον χριστιανισμό παρ’ ότι η παράβαση αυτή τιμωρείται με θάνατο, στους Βυζαντινούς χρόνους, ο Ιουστινιανός επινόησε τον νηπιοβαπτισμό. Έτσι καθιερώθηκε το βάπτισμα σε νηπιακή ηλικία…καθώς και η υποχρέωση ότι το νήπιο θα ακολουθούσε την Χριστιανική πίστη.
Αυτό το αναλάμβανε ένας ενήλικος χριστιανός, ο λεγόμενος «πνευματικός πατέρας» ή «ανάδοχος», ο οποίος πρώτα από όλα επέλεγε το όνομα, το οποίο ήταν χριστιανικό. Κατά την τελετή του βαπτίσματος απαγόρευαν στους γονείς να παρίστανται, και ούτε βέβαια να ορίζουν το όνομα, το οποίο το μάθαιναν μετά την τελετή από κάποιο πιτσιρίκι.
Ο πνευματικός πατέρας παρακολουθούσε το νήπιο και την οικογένεια του αν τηρούνται αυτά που επιβάλλει η χριστιανική πίστη. Με αποτέλεσμα να γίνετε ο ρουφιάνος της οικογένειας, της οποίας η επιβίωση ήταν στα χέρια του.
Το υποχρεωτικό βάπτισμα νηπίων και ενηλίκων αλλά και ο εξαναγκασμός αλλόθρησκων και έτερων χριστιανικών ομάδων ώστε να εκχριστιανιστούν μέσω βαφτίσματος μαρτυρείται ήδη από τον 6ο αιώνα στον Ιουστινιάνειο Κώδικα που εκδόθηκε από τον Ιουστινιανό Α’, όπου επαναλαμβάνεται για πολλοστή φορά, σχεδόν εναγωνίως, το ότι τάχα ο Χριστιανισμός είναι η «αληθινή πίστη» και καθυβρίζονται οι Έλληνες (οι μη χριστιανοί δηλαδή) ως «αλιτήριοι», ενώ για να μην ξεφεύγει κανείς και να εμπίπτουν όλοι στις διατάξεις, ως αποστάτες, είναι «νόμιμο» να τιμωρούνται με την θανατική ποινή:
«Θεσπίζουμε δε και νόμο, σύμφωνα με τον οποίο όλα τα μικρά παιδιά πρέπει να δέχονται το σωτήριο βάπτισμα αμέσως και χωρίς καμία αναβολή, ώστε όπως και οι μεγαλύτεροι να μπορούν να εκκλησιάζονται και να κατηχούνται στις θείες γραφές και τους θείους κανόνες».
Έτσι θα μπορούν να διαφυλάξουν την αληθινή πίστη των ορθοδόξων χριστιανών και δεν θα επιστρέψουν ξανά στην παλαιά πλάνη. Και όσων έχουν κάποιο στρατιωτικό ή άλλο αξίωμα και περιουσία μεγάλη και για να κρατήσουν τα προσχήματα εβαπτίσθησαν οι ίδιοι ή πρόκειται να βαπτισθούν, αφήνοντας όμως τις συζύγους τους και τα τέκνα τους ή τα άλλα μέλη του οίκου τους μέσα στην ελληνική πλάνη, διατάσσουμε να δημευθεί η περιουσία τους, να στερηθούν όλων των πολιτικών δικαιωμάτων τους και να τιμωρηθούν όπως τους αξίζει, αφού είναι φανερό ότι έτυχαν του αγίου βαπτίσματος δίχως να έχουν πίστη, και τα ίδια δε θα υφίστανται οι αλιτήριοι Έλληνες και οι Μανιχαίοι, τμήμα των οποίων είναι οι Βορβορίτες.
Ο εκκλησιασμός ήταν ένας τρόπος για να ελέγχονται ποιοι έχουν αποδεχθεί τον χριστιανισμό.
Ο νηπιοβαπτισμός είναι παράνομος ως πρακτική και θα έπρεπε να καταργηθεί και να γίνεται κατόπιν επιλογής ενηλίκου ατόμου και όχι ενός «βιασθέντος» νηπίου.
Η δημιουργία ποιμνίου από την Εκκλησία κι από νεαρή ηλικία, χωρίς φυσικά το άτομο να έχει αποδεχτεί τον χριστιανισμό συνειδητά, έρχεται σε αντίθεση όχι μόνο με το Σύνταγμα (στην ουσία, καταργείται η θρησκευτική ελευθερία που μνημονεύεται, καθώς στην πραγματικότητα υπάρχει «πειθαναγκασμός» με αποτέλεσμα τον προσηλυτισμό ενός άβουλου πλάσματος), αλλά και με την εντολή του Ιησού: «Πηγαίνετε σε όλο τον κόσμο, και κηρύξτε το ευαγγέλιο σε όλη την κτίση. Όποιος πιστέψει και βαπτιστεί θα σωθεί, όποιος όμως απιστήσει, θα κατακριθεί» (Μάρκος 16:15-16).
Ο νηπιοβαπτισμός είναι απαράδεκτος γιατί αφαιρεί το δικαίωμα από τον άνθρωπο να διαλέξει τον δικό του θεό ή ένα φιλοσοφικό σύστημα που θα τον προστατεύει από τους θεούς και τις δεισιδαιμονίες που επινόησαν οι πρόγονοί του πριν χιλιάδες χρόνια.
Η ενέργεια αυτή πρέπει να θεωρηθεί παράνομη γιατί παραβιάζει κάθε δεοντολογία περί ελευθερίας των ιδεών.
Οι ανοησίες, περί απαλλαγής του προπατορικού αμαρτήματος, δεν μας αφορούν. Ανήκουν στη σφαίρα λογικής της εβραϊκής φιλολογίας και της θρησκευτικής παράκρουσης που ταλαιπωρούν κάθε αδαή πιστό.
Στο ελληνικό κράτος υπάρχει η επιλογή της μη βάπτισης, χωρίς όμως συνέπειες όπως παλιά (δεν μπορούσες να εγγραφείς σε σχολείο κ.ά.)
Ονοματοδοσία ή Βάφτιση στην εκκλησία; Οι διαφορές
Πηγές: [1] [2] [3]