Το στυππεῖον (και στύππη μεταγενέστερα) είναι η χοντρή ίνα από λινάρι, η οποία είναι λίαν απορροφητική, το λεγόμενο μέχρι και σήμερα “στουπί”.
Οι Λατίνοι μετέτρεψαν την λέξη σε stuppa και δημιούργησαν το ρήμα stuppare, που σημαίνει “βουλώνω με στουπί“, άρα, “εμποδίζω“, “σταματώ την κίνηση”.
Η αρχαία προέλευση και το πραγματικό νόημα της λέξης “γενέθλια”
Μετέπειτα προέκυψε το “stop” της αγγλικής γλώσσας (αλλά και το γερμανικό “stopfen” , το γαλλικό “etouper” και το ιταλικό “stoppare“).
Aπό αυτή την ρίζα προκύπτουν και οι σημερινές φράσεις “αυτό έχει στουμπώσει” ή “έφαγα τόσο πολύ που στούμπωσα”, καθώς και το “στυπόχαρτο“, δηλαδή το χαρτί που απορροφά το μελάνι.
Πηγές: Ελένη Ωρείθυια Κουλιζάκη
Να τα εκατοστήσεις ή να τα εκατοστίσεις; Πως γράφεται σωστά;