Μαναφούκι σημαίνει Η διαβολή. Τα λόγια. Οι τσίτες, αλλιώτικα.
Προέλευση:
1ο ενδεχόμενο
Μεταφορικά, από το λατινικό focus και manus, δηλαδή τη φωτιά που ανάβει με τα χέρια, με προσάναμμα, κατά λάθος εξεπίτηδες, από κάποιο καλόπαιδο, στο μυαλό του οποίου το αποτέλεσμα της ενέργειας επιφέρει ρίγη συγκινήσεων, είτε λόγω του αναμενόμενου οφέλους, είτε απλώς για πλάκα.
Προϊόν μεσογειακό, κάτι σαν την ελιά, τη ρίγανη, το σκόρδο, λίαν εύχρηστο ως άρτυμα ανιαρής και μονότονης καθημερινότητας σε μικροπεριβάλλοντα επαρχίας, γραφείου, γειτονιάς, σχολείου, δημ. υπηρεσίας κουτουλού, όπου δηλαδή το πήξιμο είναι προεξάρχον στοιχείο της ψυχικής καταστάσεως του υποκειμένου.
Σε αντίθεση με τη φωτιά που ανάβει τυχαία από κεραυνό, έκρηξη ηφαιστείου, ντηζελομηχανής, η επί τη θέα συγκεκριμένου αντιπροσώπου του ωραίου φύλου και προκαλεί επιθυμίες τ. παναφύ ή βαλσίματος, η διαβολή ως έργον του οξαποδώ καταλήγει σε μπουκέτο, πιάσιμο μαλλί με μαλλί, κλωτσοπατινάδα, μπούφλες και τέτοια τρυφερά.
Η λέξη χρησιμοποιείται στην Καρδίτσα και στις Β. Σποράδες. Το πώς πήδηξε το Ιόνιο και την Πίνδο και κατέληξε στο Αιγαίο, δεν είναι ξεκάθαρο.
Ο Παπαδιαμάντης την χρησιμοποιεί αρκετά, εξ ου και το παράδειγμα.
Παράδειγμα
Η στρίγκλα γρια Καντάκαινα στο Χριστόψωμο, μόλις επέστρεψε στο νησί ο γιος της, «τον εδιάβαζε, τον εκατήχει, του έβαζε μαναφούκια» εναντίον της γυναίκας του.
Η δε Σταματούλα η Γεμενίτσα, στην Αποκριάτικη νυχτιά, «έπαιρνε λόγια από την μίαν κι έβαζε μανουφάκια εις την άλλην, και είτα εν ανέσει ανετρύφα εις τον καβγάν, ισταμένη παράμερα».
Στη Φόνισσα, ο γαμπρός «ακούει εντεύθεν κι εκείθεν διαβολάς, ραδιουργίας, μαναφούκια» και δεν θέλει να «ταιριασθεί».
Ωστόσο, η λέξη δεν είναι αποκλειστική της σκιαθίτικης διαλέκτου, αλλά ακούγεται και στη Θεσσαλία και στη Μακεδονία. Ακούγεται και στα πρωινάδικα της τηλεόρασης, που άλλωστε έχουν αναγάγει τα μαναφούκια σε επιστήμη. Το Μαναφούκι είναι τίτλος μυθιστορήματος (1995) του Ντίνου Οικονόμου. Ο συγγραφέας εξηγεί ότι «σημαίνει την κουτσομπολίστικη, δολοφονική άλλοτε, κουβέντα του καφενέ» – άρα βάζουν και οι άντρες μαναφούκια.
2ο ενδεχόμενο
Όπως σημειώνει ο Κ. Καραποτόσογλου στο «Ετυμολογικό γλωσσάρι στο εργο του Παπαδιαμάντη» η λέξη «μαναφούκι» προέρχεται από το τουρκικό münafιk, «υποκριτής, διπρόσωπος· αυτός που σπέρνει διχόνοιες· ο συκοφάντης», από το αραβικό munafiq = υποκριτής, ψεύτης. Δεν αποκλείεται ο ελληνικός τύπος να σχηματίστηκε ύστερα από παρετυμολογία με τη «μάνα».
Aπό την τούρκικη λέξη münafık, στα αραβικά منافق
Στο Ισλάμ, ο όρος munafiq έχει ιδιαίτερη σημασία. Δηλώνει εκείνον που υποκρίνεται τον Μουσουλμάνο χωρις να είναι. Η υποκρισία στα αραβικά είναι nifaq. Η μετατόπιση της σημασίας από τον υποκριτή στον διαβολέα έγινε ήδη στα τουρκικά
Ετυμολογία
μαναφούκι < τουρκική münafık (υποκριτής) < αραβική منافق (munāfiq, υποκριτής)
Σημασία:
υποκριτής, διαβολή, συκοφαντία, ραδιουργία, κουτσομπολιό στον καφενείο.
Ουσιαστικό
μαναφούκι ουδέτερο(ιδιωματικό)
- διαβολή, συκοφαντία
- ραδιουργία
- κουτσομπολιό
Λίγα λόγια
η λέξη είναι δανεισμένη από μια, μάλλον, βλάχικη διάλεκτο και σημαίνει την κουτσομπολίστικη, δολοφονική άλλοτε, κουβέντα του καφενέ. Κινηματογραφικά, θα πει αλλεπάλληλες παγιδεύσεις τόσο του ήρωα όσο και του αναγνώστη, το δράμα ολοκληρώνεται αφήνοντας μια πικρή γεύση. Πόσα πράγματα στη ζωή εξελίσσονται όπως εμείς τα επιθυμούμε ή, περισσότερο, τα σχεδιάζουμε!
Στην Κρήτη
παλαιότερα (Βασίλης Ορφανός, Τουρκικά δάνεια στα ελληνικά της Κρήτης, Propylaeum, Heidelberg 2020, σελ. 170):
μουναφίκης, ο [munafít∫is] : συκοφάντης, ραδιούργος (Σταυρινίδης). Η λ. σε προσωπικό ημερολόγιο των ετών 18431-1845: να δούμε ποιος είναι ο μουναφίκης, όπου είπε του εφέντη τα ψόματα, για να γνωριστούν και τα επίλοιπα ψόματα των μουναφίκηδων (βλ. Ημερολόγιο Κοζύρη, 370).
[< münafık «ο ενσπείρων διχονοίας· συκοφάντης» (Χλωρός, Β 1785), από τo αραβ. munāfiḳ κατά τον Nişanyan] ( (منافق
μουναφίκι, το [munafít∫i] (ΚριτσΓπ.) : συκοφαντία, διαβολή.
[< münafık (Κριτσ.)] ( (منافق
μουναφικλίκι, το [munafikλít∫i] & ναφικλίκι [nafikλít∫i] (Πάγκ.) : επιβουλή, σκάνδαλο. Βλ. και μουναφίκι.
[< münafıklık ‘συκοφαντία’ (Πάγκ.)] ( (منافقلق
{Για την αφαίρεση της πρώτης συλλαβής στον τ. ναφικλίκι, βλ. στο έργο του Πάγκαλου, 1ος τόμος [Γραμματική], Αθήνα 1955, σ. 251.)
Αναφορές για το Μαναφούκι στην Ιστορία
Η λέξις «μουναφίκης» = διαβολεύς, συκοφάντης (και όχι «μαναφούκης όπως την διαστρέβλωσε Παπαδιαμάντης (μάλλον για λόγους σεμνότητας) επειδή παρηχούσε με το γυναικείο αιδοίο, ήτο εν πλήρει χρήσει σε όλον τον Ελληνόφωνο Χώρο, καθ’ όλον τον ελληνόψυχο 19ο αιώνα. Αμέσως μετά την «Αληπασιάδα» του Χατζή Σεχρέτη (1812) την συναντούμε τον Γενάρη του 1821 σε ΨΗΦΙΣΜΑ που εξέδωσαν στο Ιάσιον της Ρωμουνίας οι σύντροφοι του Αλεξάνδρου Υψηλάντη. ΑΝΑΡΤΩ το Ψήφισμα, όπως το διασώζει ο εγκυρότατος Ιωάννης Φιλήμων στον 1ο τόμο του μνημειώδους «Δοκιμίου Ιστορικού περί της Ελληνικής Επαναστάσεως», Αθήναι 1859:
2) Η λέξις «μουναφίκης», που πρωτοκαταγράφει στην «Αληπασιάδα» ο θρυλικός Χατζή Σεχρέτης και επαναλαμβάνουν το 1821 οι σύντροφοι του Αλ. Υψηλάντη, έχει περάσει εδώ και έναν αιώνα στα αγγλικά ως «Munafikis». Δείτε το απόσπασμα από την σελίδα 118 του μνημειώδους συγγράμματος Isya Joseph «Devil Worship: The Sacred Books and Traditions of the Yezidiz» (1η έκδοσις Βοστώνη 1919)
Η λέξη «μουναφίκης» εχρησιμοποιείτο συνεχώς καθ’ όλον τον 19ο αιώνα: Ο «μουναφίκης» λεξικογραφείται στην Θεία Ελληνική Γλώσσα εδώ και 137 χρόνια: Από το σωτήριον έτος 1885 στην «Αραβική Χρηστομάθεια» του Πατριαρχείου Ιεροσολύμων, ως μετάφρασις της αντίστοιχης αραβικής λέξεως, από την οποία προήλθε το τούρκικο «münafik»