Το μακρυά και το μακριά τα συναντάμε γραμμένα και με τους και δύο τρόπους γιατί πολύ απλά κανένας από τους 2 τρόπους δεν είναι λάθος…
Ποιο είναι το “πιο σωστό” όμως; Ας δούμε τι αναφέρουν μερικά λεξικά και τη διαδρομή της λέξης στην ιστορία.
1. www.greek-language.gr
μακριά [makriá] :I. επίρρ. με αναφορά σε κτ. μακρινό σε σχέση με τον ομιλητή ή με ορισμένο σημείο αναφοράς. ANT κοντά· δηλώνει: 1. τόπο: Πηγαίνει στο σπίτι του με τα πόδια, γιατί δεν είναι ~. Είναι πιο ~ από όσο υπολόγιζα. Δε βλέπω ~, σε μακρινή απόσταση. || Γυαλιά για ~, μυωπίας. (έκφρ.) από ~ κι αγαπημένοι, χωρίς συχνές συναντήσεις, γιατί αυτές δημιουργούν δυσαρέσκειες και προστριβές. κρατώ ~ κπ. / κτ., τον / το αποφεύγω. μην πας* ~. ΦΡ είναι ~ νυχτωμένος*. βλέπω* ~. πάει ~ η βαλίτσα*.2. χρόνο: Σήμερα είναι των Bαΐων· το Πάσχα δεν είναι ~, δεν αργεί να έρθει. 3. μεγάλη έκταση από ποσοτική ή ποιοτική άποψη: Έρευνα / ανάλυση που πάει πολύ ~. II. σε θέση πρόθεσης δηλώνει: 1. τόπο: ~ από το σχολείο / από το σπίτι / από το σταθμό / από τη θάλασσα. Mένει ~ από το κέντρο της πόλης, σε ένα ήσυχο προάστιο. Zει ~ από τον κόσμο, χωρίς κοινωνικές σχέσεις. (έκφρ.) ~ από μένα, ως ευχή για αποτροπή ενός κακού που συνέβη σε κπ. άλλο. || (μτφ.): Bρίσκεται ~ από την αλήθεια. || (ως εντολή ή διαταγή): ~ από το ψέμα / από τα ναρκωτικά!2. χρόνο: Είμαστε ακόμη ~ από τα Xριστούγεννα.
[μσν. μακριά < μακρέα με συνίζ. για απόφ. της χασμ. < ουδ. πληθ. του επιθ. μακρύς αναλ. προς το επίρρ. βραχέα]μακρύς -ιά -ύ [makrís] Ε7:1. που έχει μεγάλο μήκος: ~ ποταμός / δρόμος. Mακριά γαϊδούρα*. ΦΡ έχω μακριά γλώσσα*. || ANT κοντός. α. που έχει μεγαλύτερο μήκος από ό,τι συνηθίζεται: Ένα κορίτσι με μακριά μαλλιά. Άνθρωπος με μακριά χέρια / πόδια. Mακρύ σακάκι / παλτό / ρούχο.β. (για ορισμένα ρούχα ή τμήματά τους) που καλύπτει το μεγαλύτερο τμήμα του αντίστοιχου τμήματος του σώματος: Mακρύ παντελόνι, που φτάνει ως τη φτέρνα περίπου. Mακριά φούστα ή μακρύ φουστάνι, που φτάνει πολύ κάτω από το γόνατο· (πρβ. μάξι). Mακρύ μανίκι, που φτάνει ως τον καρπό του χεριού. 2α. μακροχρόνιος: Mακρύ ταξίδι.β. (σπάν.) μακροσκελής: Mακρύς λόγος. ΦΡ (λέει) ο ένας το κοντό* του κι ο άλλος το μακρύ του.
[μσν. μακρύς < αρχ. μακρ(ός) μεταπλ. -ύς κατά τα άλλα επίθ. που δηλώνουν βάρος ή μήκος (π.χ. βαθύς)]
2. Πάπυρος – Μέγα Λεξικό της Ελληνικής Γλώσσας
Μακριά
(Μ μακριά, μακρέα και μακρεά)· (επίρρ.) σε μεγάλη απόσταση, απόμακρα, αλάργα («είναι μακριά από δω η πόλη»)· || (νεοελλ.) 1. σε μεγάλη χρονική απόσταση («δεν είναι μακριά τα Χριστούγεννα»)· 2. (φρ.) α) «μακριά από δω» ή «μακριά από μάς» ή «μακριά από λόγου μας»· λέγεται ως δήλωση αποτροπής κάποιου κακού· β) «ζει μακριά απ’ τον κόσμο»· είναι ακοινώνητος· γ) «είμαστε μακριά»· δεν συμφωνούμε· δ) «μακριά είσαι νυχτωμένος»· δεν καταλαβαίνεις τίποτε· ε) «είσαι μακριά»· απέχεις πολύ από την πραγματικότητα· || (μσν.) (φρ.) «στα μακρέα»· για μεγάλο χρονικό διάστημα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. μακριά < μσν. μακρέα, με συνίζηση (πρβλ. μηλέα > μηλιά, ελαία > ελιά). Ο μσν. τ. μακρέα προήλθε από τον πληθ. του ουδ. τού επιθ. μακρύς κατά το επίρρ. βραχέα].
3. Δημητράκου: Μέγα Λεξικόν Όλης της Ελληνικής Γλώσσης, εκδοθέν το 1953
4. Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας Γεωργίου Μπαμπινιώτη
μακριά ή μακρυά; Η παλαιότερη γραφή τής λ. με -υ- (μακρυά) δεν είναι ορθή. Η λ. παράγεται από το επίθ. μακρύς (μεταπλασμένο τ. τού μακρός) και, όπως τα λοιπά επίθ. σε -ύς, σχημάτισαν επίρρ. σε -ιά (βαθύς – βαθιά, πλατύς – πλατιά) από το ουδ. πληθ. (βαθέα > βαθιά, με συνίζηση・ πλατέα > πλατιά), έτσι σχηματίστηκε και μακρέα > μακριά
5. Κλίση
ενικός αριθμός | |||
αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |
ονομαστική | ο μακρύς | η μακριά | το μακρύ |
γενική | του μακριού και μακρύ | της μακριάς | του μακριού και μακρύ |
αιτιατική | τον μακρύ | τη μακριά | το μακρύ |
κλητική | μακρύ | μακριά | μακρύ |
πληθυντικός αριθμός | |||
αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |
ονομαστική | οι μακριοί και μακρείς | οι μακριές | τα μακριά |
γενική | των μακριών | των μακριών | των μακριών |
αιτιατική | τους μακριούς και μακρείς | τις μακριές | τα μακριά |
κλητική | μακριοί και μακρείς | μακριές | μακριά |
Κατακλείδα
Επί του πρακτέου, βλέπεται και διαβάζεται πιο ωραία και πιο σωστά όταν γράφεται με “υ” δηλαδή μακρυά παρά με “ι”. Άλλωστε, σε όλες τις τάξεις του σχολείου, παλαιότερα, ΠΟΤΕ δεν συναντήσαμε αυτή τη λέξη με “ι”. Επίσης, στην Ομήρου Οδύσσεια, στα Αρχαία Ελληνικά και σε όλα όσα ποιήματα που διδασκόμασταν όπως του Σεφέρη, και πιο χαρακτηριστικά αυτά του Καβάφη, κ.α. το ρήμα αυτό το βλέπαμε σχεδόν πάντα με “υ”, και σπανίως με “ι”. Σημειωτέον πως τα ποιήματα του Καβάφη χρονολογούνται πολύ πιο πριν απ’το “Μέγαν Λεξικόν του Δημητράκου”. Δεν υπάρχει σωστό και λάθος, αλλά κάτι ενδιάμεσο.
Και οι 2 λέξεις είναι σωστές, και απλά στη νεοελληνική γλώσσα το “υ” στη λέξη αυτή είναι επικρατέστερο. Ή τουλάχιστον έτσι ήταν, μέχρι πριν λίγα χρόνια.