«Κατά φωνή κι ο γάιδαρος».
Η συγκεκριμένη φράση λέγεται όταν βλέπουμε ξαφνικά μπροστά μας κάποιον για τον οποίον συζητούσαμε. Και η προέλευσή της πάει πίσω στον χρόνο όταν οι αρχαίοι Έλληνες θεωρούσαν τα γαϊδούρια ζώα ιερά και το γκάρισμά τους, ως καλό οιωνό πριν από μία μάχη.
Περιεχόμενα:
Πότε το λέμε
Μια φράση την οποία λέμε συνήθως αστειευόμενοι, όταν βλέπουμε ξαφνικά τον άνθρωπο για τον οποίο μιλούσαμε.
Ιστορική Αναδρομή
Η φράση προέρχεται από την αρχαία Ελλάδα. Οι αρχαίοι Έλληνες πίστευαν ότι το γκάρισμα ενός γαϊδάρου ήταν καλός οιωνός για μία μάχη. Έτσι πίστευε και ο Αθηναίος στρατηγός Φωκίων που προσπάθησε να ανακόψει την προέλαση του βασιλιά Φιλίππου της Μακεδονίας προς την Αθήνα. Το 348 π.Χ. πολέμησε στην Εύβοια εναντίον μισθοφόρων που είχαν χρηματοδοτήσει οι Μακεδόνες. Ο Φωκίων ήταν προληπτικός και δεν επέτρεπε στον στρατό να πολεμήσει μέχρι να ολοκληρώσει τις θυσίες προς τους Θεούς. Οι στρατιώτες παράκουσαν τις εντολές τους και επιτέθηκαν, αλλά ηττήθηκαν. Τελικά, όταν πια ο Φωκίων ήταν σίγουρος ότι είχε την εύνοια των Θεών, οργάνωσε αντεπίθεση, η οποία έληξε θριαμβευτικά.
Το 339 π.Χ. αντιμετώπισε τον Φίλιππο στο Βυζάντιο. Οι Μακεδόνες είχαν καταλάβει τις γύρω περιοχές και ο Φωκίων ανέλαβε να τους διώξει. Τη μέρα της μάχης ο Αθηναίος στρατηγός ένιωθε ότι ο στρατός του ήταν απροετοίμαστος. Οι Αθηναίοι ήταν λίγοι αριθμητικά. Αποφάσισε λοιπόν ν’ αναβάλει για μερικές μέρες την επίθεση, ώσπου να του στείλουν τις επικουρίες που του είχαν υποσχεθεί οι Αθηναίοι. Η μάχη εξελίσσονταν άσχημα και ο στρατηγός ήταν έτοιμος να διατάξει οπισθοχώρηση, όταν άκουσε ένα γάιδαρο να γκαρίζει δυνατά.
«Κατά φωνή κι ο γάιδαρος!», έκανε ενθουσιασμένος ο Φωκίωνας. Και διέταξε ν’ αρχίσει η επίθεση, Οι κραυγές του ζώου τον έπεισαν ότι οι Θεοί τον υποστήριζαν και νίκησε τους Μακεδόνες. Από τότε έμεινε και η γνωστή φράση.
Άλλαξε γνώμη και αντί για υποχώρηση διέταξε επίθεση. Το αποτέλεσμα ήταν εντυπωσιακό. Οι Αθηναίοι σημείωσαν συνεχείς επιτυχίες και κατάφεραν να απομακρύνουν τους Μακεδόνες από την περιοχή του Βυζαντίου.
Στην αρχαιότητα, όταν ένας γάιδαρος φώναζε πριν αρχίσει μια μάχη, θεωρούνταν καλός οιωνός και σημάδι ότι οι θεοί ήταν με το μέρος τους.
Ο Φωκίων όμως τραυματίστηκε και αναγκάστηκε να επιστρέψει στην Αθήνα. Έκτοτε, η τύχη του τον εγκατέλειψε. Η Αθήνα ηττήθηκε από τους Μακεδόνες στη Μάχη της Χαιρώνειας το 338 π.Χ. και η πόλη πέρασε στην κυριαρχία του Φιλίππου. Εννοείται ότι την περίοδο που άρχισαν οι ήττες δεν είχε εμφανισθεί κανένας καλός οιωνός, πόσο μάλλον το απόλυτο σημάδι επιτυχίας όπως ένας γάιδαρος που να γκαρίζει… Η φράση πάντως έμεινε μέχρι τις μέρες μας, αν και έχασε το αρχικό νόημα της θεϊκής εύνοιας…
Η χρήση των Γαϊδουριών στην αρχαιότητα
Οι Φαραώ στην Αίγυπτο είχαν γαϊδάρους εξημερωμένους, που τους χρησιμοποιούσαν με τον ίδιο τρόπο, που τους χρησιμοποιούμε κι εμείς σήμερα. Οι αρχαίοι, τους θεωρούσαν σαν σύμβολο πολλών αρετών και σαν ιερά ζώα. Θεωρούσαν μάλιστα, πως όταν ένας γάιδαρος γκάριζε, προτού αρχίσει μια μάχη, οι Θεοί τους προειδοποιούσαν για την νίκη. Ήταν δηλαδή ένας καλός οιωνός.
Ετυμολογία της λέξης Γάιδαρος
γάιδαρος ο [γáiδaros] Ο20α θηλ. γαϊδούρα* & γαϊδάρα [γ(ai)δára] Ο25α : ΣYN γαϊδούρι.
1. τετράποδο ζώο της οικογένειας του αλόγου, με χαρακτηριστικά μεγάλο κεφάλι και αυτιά, που χρησιμοποιείται ως υποζύγιο: Ένας γκρίζος ~ έσερνε το φορτωμένο κάρο. Aκούσαμε γκάρισμα γαϊδάρου. Tαξιδεύω με το γάιδαρο, και ως έκφραση για πολύ αργό και πρωτόγονο μέσο συγκοινωνίας. ΦΡ δένω το γάιδαρό μου, εξασφαλίζω οριστικά τον εαυτό μου από επαγγελματική, οικονομική κτλ. άποψη. κατά φωνή* κι ο ~ / και το πουλί. σκάει* και γάιδαρο. ΠAΡ ΦΡ φάγαμε το γάιδαρο κι έμεινε η ουρά*.είπε ο ~ τον πετεινό κεφάλα, γι΄ αυτούς που αποδίδουν σε άλλους δικές τους αρνητικές ιδιότητες. πετάει ο ~; πετάει, για κπ. που υποχρεώνεται, συνήθ. από τα πράγματα, να δέχεται τη γνώμη του άλλου, έστω κι αν είναι παράλογη. δεν ξέρει να μοιράσει* δύο γαϊδάρων (τ΄) άχυρο. σιγά μη στάξει η ουρά του γαϊδάρου, όταν ασχολείται κάποιος με κτ. τελείως ασήμαντο. ΠAΡ Kάποιου του χάριζαν* γάιδαρο και τον κοίταζε στα δόντια.Δυο γάιδαροι μαλώνανε σε ξένο αχυρώνα*. Ήτανε στραβό το κλήμα*, το ΄φαγε κι ο ~. Φταίει ο ~ και δέρνουν το σαμάρι, άλλος είναι ο ένοχος και άλλος τιμωρείται, οι ευθύνες αποδίδονται λαθεμένα. Mαντζουράνα* στο κατώι, ~ στα κεραμίδια. || με επιτατική σημασία, για κπ. που του αποδίδονται χαρακτηριστικά ή ιδιότητες που έχει ο γάιδαρος: Έχει αυτιά γαϊδάρου. Tα αυτιά του είναι σαν του γαϊδάρου. Έχει υπομονή γαϊδάρου. Έφαγα / φορτώθηκα σαν ~.
2. (μτφ.) άνθρωπος αγενής, αναίσθητος ή αχάριστος. γαϊδαράκος ο YΠΟKΟΡ.
[μσν. *γάιδαρος (πρβ. μσν. γάδαρος, γαϊδάριον) < αραβ. gadar, gaidar -ος· γάιδ(αρος) -άρα· γάιδαρ(ος) -άκος]
Διαβάστε ακόμα: